Αποτελέσματα για: "ἦμαρ"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
ἦμαρ, -ατος, Δωρ. ἆμαρ, τό, ποιητ. αντί ἡμέρα, I. 1. ημέρα, σε Όμηρ.· νύκτας τε καὶ ἦμαρ, νύκτα και ημέρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἦμαρ, στο διάστημα της ημέρας, σε Ησίοδ.· μέσον ἦμαρ, μεσημέρι, σε Ομήρ. Ιλ.· δείελον ἦμαρ, απόγευμα, δειλινό, σε Ομήρ. Οδ. 2. στον Όμηρ., με επίρρ., λέγεται για να περιγράψει μια κατάσταση ή διάφορες συνθήκες· αἴσιμον, ὀλέθριον, μόρσιμον, νηλεὲς ἦμαρ, ημέρα της μοίρας, του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐλεύθερον, δούλιον, ἀναγκαῖον ἦμαρ, η ημέρα της ελευθερίας, της δουλείας, στο ίδ.· νόστιμον ἦμαρ, κ.λπ. 3. χρησιμοποιείται για τις εποχές του έτους, ἤματ' ὀπωρινῷ, ἤματι χειμερίῳ, σε Ομήρ. Ιλ. II. με πρόθ., ἐπ' ἤματι, μέρα με τη μέρα, καθημερινά, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, μέσα σε μία μέρα, για μία μέρα, σε Όμηρ.· ομοίως, ἐπ' ἦμαρ, στο χρονικό διάστημα της ημέρας, στη διάρκεια της ημέρας, σε Σοφ.· για μία μέρα, σε Ευρ.· κατ' ἦμαρ, μέρα με τη μέρα, καθημερινά, Λατ. quotidie, σε Σοφ.· κατ' ἦμαρ ἀεί, στον ίδ.· αλλά κατ' ἦμαρ, επίσης, κατ' αυτήν την ίδια την ημέρα, σήμερα, Λατ. hodie, στον ίδ.· παρ' ἦμαρ, μέρα παρά μέρα, σε Πίνδ., Σοφ.
-
ἡμαρτημένως, επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἁμαρτάνω, εσφαλμένα, λανθασμένα, σε Πλάτ.
-
ἥμαρτον, αόρ. βʹ του ἁμαρτάνω.