Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἦθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἦθος, -εος, τό, εκτεταμένος τύπος του ἔθος, I. συνήθης διαμονή, ενδιαίτημα· στον πληθ., τα μέρη ή τα καταλύματα στα οποία διαμένουν ζώα, σε Όμηρ., Ηρόδ. II. 1. συνήθεια, έθιμο, σε Ησίοδ., Ηρόδ. 2. λέγεται για τον άνθρωπο, χαρακτήρας, διάθεση, Λατ. ingenium, mores, σε Ησίοδ., Αττ.· ὦ μιαρὸν ἦθος, προσφώνηση απευθυνόμενη σε πρόσωπο, σε Σοφ. 3. στον πληθ. γενικά, χρησιμοποιείται για τους τρόπους, όπως το Λατ. mores, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Θουκ.