Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἥρως"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἥρως, , γεν. ἥρωος, Αττ. επίσης ἥρω, δοτ. ἥρωϊ, ἥρῳ, αιτ. ἥρωα, ἥρω, σπανίως ἥρωνπληθ., ονομ. ἥρωες, σπάνια ἥρως, δοτ. ἥρωσιν, αιτ. ἥρωας, σπάνια ἥρως (συγγενές με το Λατ. vir), 1. ο ήρωας· στον Όμηρ. αποδίδεται στους Έλληνες που πολέμησαν στην Τροία, κατόπιν και για τους πολεμιστές εν γένει, και έπειτα για όλους τους ελεύθερους ανθρώπους της ηρωικής εποχής, που δεν έχουν καμία σχέση με τον πόλεμο ή τη διοίκηση όπως ο αοιδός Δημόδοκος, ο κήρυκας Μούλιος, ακόμα και οι απόλεμοι Φαίακες. 2. στον Ησίοδ., οι ὄλβιοι ἥρωες είναι άνδρες της τέταρτης γενεάς των ανθρώπων, που έπεσαν μπροστά στα τείχη της Θήβας και της Τροίας και έλαβαν από το Δία κατοικία στα Νησιά των Μακάριων. 3. οι ήρωες, ως υποκείμενα λατρείας, σαν ημίθεοι ή άνδρες γεννημένοι απο θεό και θνητό, όπως ο Ηρακλής, ο Αινείας, ο Μέμνονας, σε Ηρόδ., Πίνδ.· έπειτα, χρησιμοποιείται για όσους είχαν προσφέρει μεγάλες ευεργεσίες στο ανθρώπινο γένος και τιμήθηκαν γι' αυτό, όπως ο Δαίδαλος, ο Τριπτόλεμος, ο Θησέας, σε Ανθ. 4. έπειτα, οι ήρωες ήταν κατώτεροι, τοπικοί, εγχώριοι θεοί, προστάτες πόλεων, φυλών ή ομάδων, συντεχνιών, κ.λπ.· όπως στην Αθήνα, οι ἥρωες ἐπώνυμοι ήταν εκείνοι οι ήρωες από τους οποίους πήραν τα ονόματά τους οι φυλαί, σε Ηρόδ.
ἡρῷσσα, , = ἡρωίνη, σε Ανθ.