Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἥμισυς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἥμῐσυς, -εια, , γεν. ἡμίσεος, ονομ. και αιτ. πληθ. αρσ. Ιων. ἡμίσεες, -εας, Αττ. συνηρ. -εις, ουδ. πληθ. ἡμίσεα, συνηρ. , Ιων. θηλ. ἡμισέα, γεν. -έας, δοτ. -έᾳ, κ.λπ.· (ἡμι-), μισός, Λατ. semis, χρησιμ. και ως επίθ. και ως ουσ. I. ως επίθ., ἡμίσεες λαοί, οι μισοί άνθρωποι, σε Όμηρ.· ἥμισυς λόγος, το ήμισυ της διήγησης, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., ως συγκρ., ἥμισυ οὗ διενοεῖτο, τα μισά από όσα σκόπευε, είχε κατά νου, σε Θουκ.· επίσης με ουσ. στη γεν.· τῶν νήσων τὰς ἡμισέας, τα μισά νησιά, σε Ηρόδ.· αἱ ἡμίσειαι τῶν νεῶν, σε Θουκ.· ὁ ἥμισυς τοῦ ἀριθμοῦ, σε Πλάτ. II. ως ουσ., 1. ἥμισυ τιμῆς, ἐνάρων, ἀρετῆς, σε Όμηρ.· πλέον ἥμισυ παντός, σε Ησίοδ.· συχνότερα και με άρθρο· τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης στον πληθ., ἄρτων ἡμίσεα, σε Ξεν. 2. ως θηλ., ἡ ἡμίσεια τοῦ τιμήματος, σε Πλάτ.· ἐφ' ἡμισείᾳ, μέχρι το μισό, σε Δημ.