Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἥλιος"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἥλιος, , Δωρ. ἅλιος, Επικ. ἠέλιος, Δωρ. ἀέλιος, I. 1. ο ήλιος, Λατ. sol, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, είμαι ζωντανός, ζω, σε Ομήρ. Ιλ.· ο ήλιος παρέσχε τον αρχαιότατο τρόπο προσδιορισμού των σημείων του ορίζοντα· πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, προς ανατολάς, αντίθ. προς το πρὸς ζόφον, σε Όμηρ.· πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, αντίθ. προς το πρὸς ἑσπέρην, σε Ηρόδ. 2. ημέρα, όπως το Λατ. sol, σε Πίνδ., Ευρ.· στον πληθ., θερμές ηλιόλουστες ημέρες, όπως το Λατ. soles, σε Θουκ. II. ως κύριο όνομα, Ἥλιος, ο θεός Ήλιος, σε Όμηρ.· στους μεταγεν. ποιητές, ο Απόλλωνας, σε Αισχύλ. κ.λπ.
ἡλιο-στερής, -ές (στερέω), αυτός που αποστερεί τον ήλιο, που προστατεύει από τον ήλιο, δηλ. αυτός που σκιάζει, επίθ. του θεσσαλικού καπέλου, σε Σοφ.
ἡλιο-στῐβής, -ές (στείβω), αυτός τον οποίο διαπερνά και φωτίζει ο ήλιος, σε Αισχύλ.