Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἥδομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἥδομαι, Δωρ. ἅδομαι, Αιολ. ἄδομαι, μέλ. ἡσθήσομαι, αόρ. αʹ ἥσθην, Μέσ. ἡσάμην, αποθ., ευχαριστιέμαι, απολαμβάνω, ευφραίνομαι, τέρπομαι, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. Συντάσσεται 1. με μτχ., ἥσατο πίνων, σε Ομήρ. Οδ.· ἥσθη ἀκούσας, χάρηκε που το άκουσε, άκουσε μετά χαράς, σε Ηρόδ. κ.λπ.· 2. με δοτ., ἥδεσθαί τινι, ευφραίνομαι με κάτι, στον ίδ. κ.λπ.· ἐπί τινι, σε Ξεν. κ.λπ.· σπανίως με γεν., πώματος ἥσθη, ήπιε με ευχαρίστηση, σε Σοφ. 3. με αιτ. και μτχ., ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε, μετά χαράς σε άκουσα να τον επαινείς, στον ίδ. 4. η μτχ. χρησιμ. ως επίθ., χαρούμενος, ενθουσιασμένος, ευχαριστημένος, σε Αριστοφ.· επίσης, όπως τα βουλομένῳ, ἀσμένῳ, στη φράση ἡδομένῳ ἐστίγίγνεταί) μοί τι, είμαι πολύ ικανοποιημένος με αυτό που συμβαίνει, κάτι με ευχαριστεί, μου προξενεί ηδονή, σε Ηρόδ., Πλάτ.