Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἥβη"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ἥβη, Δωρ. ἥβα, σπανίως ἅβα, , I. 1. α) ακμαία ηλικία, νεότητα, Λατ. pubertas· νεηνίῃ ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ, τοῦπερ χαριεστάτη ἥβη, σε Ομήρ. Οδ.· ἥβης μέτρον ἱκέσθαι ή ἱκάνειν = ἡβάσκειν, στον ίδ.· β) νεανική δύναμη, σφριγηλότητα, ακμή· πειρώμενος ἥβης, σε Ομήρ. Ιλ.· ἥβῃ πεποίθεα, σε Ομήρ. Οδ. γ) ως νομικός όρος, ἥβη, η περίοδος πριν την ενηλικίωση, στην Αθήνα τα 16 χρόνια· στη Σπάρτη, η ηλικία των 18 χρόνων, έτσι ώστε τὰ δέκα ἀφ' ἥβης είχαν συμπληρώσει οι άντρες στα 28 τους, τὰτετταράκοντα ἀφ' ἥβης οι άντρες στα 58 τους χρόνια, κ.ο.κ., σε Ξεν.· πρβλ. ἔφηβος. 2. μεταφ., η νεανική ευθυμία, η νεανική χαρά· δαιτὸς ἥβη, σε Ευρ.· επίσης, το νεανικό πάθος, η σπιρτάδα, η ορμή, σε Πίνδ. 3. το σύνολο των νέων, η νεότητα, η νεολαία, Λατ. juventus, σε Αισχύλ. II. ως θηλ. προσηγορ. όνομα, Ἥβη, η Ήβη, κόρη του Δία και της Ήρας, σύζυγος του Ηρακλή, σε Όμηρ.
ἡβηδόν, επίρρ., από τη νεανική ηλικία και πάνω, σε Ηρόδ.
ἡβητήρ, -ῆρος, , = ἡβητής, σε Ανθ.
ἡβητήριον, τό, μέρος στο οποίο συναντώνται οι νέοι για να φάνε και να πιουν, για να ασκηθούν και να ψυχαγωγηθούν, σε Πλούτ.
ἡβητής, -οῦ (ἡβάω), αρσ. επίθ., νεανικός, ακμαίος, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.
ἡβητικός, , -όν, νεανικός, Λατ. juvenilis, σε Ξεν.