Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἡσυχία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἡσῠχία, Ιων. -ίη, Δωρ. ἁσυχία, , I. 1. αταραξία, στατικότητα, ηρεμία, ξεκούραση, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν., ξεκουράζομαι από κάτι, σε Ηρόδ., Πλάτ. 2. με πρόθεση, δι' ἡσυχίης εἶναι, είμαι ήσυχος, ησυχάζω, σε Ηρόδ.· ἐν ἡσυχίᾳ ἔχειν τι, κρατώ κάτι κρυφό, σιωπώ, δεν μιλώ γι' αυτό, στον ίδ.· ἐφ' ἡσυχίας, σε Αριστοφ.· κατ' ἡσυχίην πολλήν, σε Ηρόδ.· καθ' ἡσυχίαν, σε ανάπαυση, σε Θουκ.· μεθ' ἡσυχίας, ήσυχα, σιγανά, σιωπηλά, σε Ευρ. 3. με ρήματα· ἡσυχίαν ἄγειν, είμαι ήρεμος, ησυχάζω, ηρεμώ, είμαι γαλήνιος, βρίσκομαι σε κατάσταση ειρήνης, σε Ηρόδ., Αττ.· ομοίως, ἡσυχίαν ἔχειν, σε Ηρόδ., Αττ. II. τόπος απομόνωσης, τόπος ερημικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ξεν.