Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἡνία"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἡνία, -ίων, τά, ηνία, χαλινάρια, σε Όμηρ., Ησίοδ., Πίνδ.
ἡνία, Δωρ. ἁνία, , 1. ηνία (στην ιππασία), χαλινάρια (στην οδήγηση άρματος)· όπως τα ομηρικά ἡνία(τά), απαντά κυρίως στον πληθ., σε Πίνδ. κ.λπ.· πρὸςἡνίας μάχεσθαι, σε Αισχύλ.· στον ενικ., ἐπισχὼν ἡνίαν, σε Σοφ. 2. μεταφορ., χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις, δεν βάζω στα λόγια μου χαλινάρια, σε Πλάτ.· τῆς Πυκνὸς τὰς ἡνίας παραδοῦναί τινι, στον ίδ. 3. ως στρατιωτικός όρος, ἐφ' ἡνίαν, προς τα αριστερά, σε Πλούτ.