LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἡλικιώτης"
- ἡλῐκιώτης, -ου, ὁ, αυτός που βρίσκεται στην ίδια ηλικία, ομήλικος, συνομήλικος, Λατ. aequalis, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· θηλ. ἡλικιῶτις, -ιδος, σε Λουκ.· ἡλικιῶτις ἱστορία, η σύγχρονη ιστορία, σε Πλούτ.