Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἡλίκος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἡλίκος[ῐ], , -ον, 1. τόσο μεγάλος όσος, οπόσος, Λατ. quantus, σε Αριστοφ., Δημ. 2. λέγεται για την ηλικία, τόσο μεγάλος, τόσο ηλικιωμένος, σε Αριστοφ. κ.λπ. 3. σε εκφράσεις θαυμασμού, θαυμάσια ἡλίκα, κατά θαυμαστό, απίθανο, έκτακτο τρόπο, μεγάλα, όπως στο Λατ. mirum quantum, σε Δημ.