Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἡδύς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ, επίσης άπαξ στον Όμηρ. θηλ. ἡδύς, όπως το θηλ. Δωρ. ἁδύς, ανώμ. αιτ. ἁδέα αντί ἡδύν και αντί ἡδεῖαν, Ιων. θηλ. ἡδέᾰ, Δωρ. ἁδέα, συγκρ. ἡδίων [ῑ], υπερθ. ἥδιστος, και μεταγεν. ἡδύτερος, ἡδύτατος (ἁνδάνω). I. ο γλυκός στη γεύση ή στην οσμή (εύγευστος και εύοσμος), σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται επίσης σε σχέση με την ακοή, στον ίδ.· έπειτα χρησιμοποιείται για κάθε ευχάριστο συναίσθημα ή κατάσταση, όπως ο ύπνος, στον ίδ.· με απαρέμφ., ἡδὺς δρακεῖν, σε Αισχύλ.· ἡδὺς ἀκοῦσαι λόγος, σε Πλάτ.· ἡδύ ἐστι ή γίγνεται, είναι ευχάριστο, σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, οὔμοι ἥδιόν ἐστι λέγειν, θα προτιμούσα να μην πω, σε Ηρόδ.· ουδ. ως ουσ., τὰ ἡδέα, οι απολαύσεις, οι ηδονές, σε Θουκ.· ουδ. ως επίρρ., ἡδέως, γλυκά, ευχάριστα, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. 1. μετά τον Όμηρο, λέγεται για πρόσωπα, ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Σοφ. 2. ευχαριστημένος, χαρούμενος, στον ίδ., σε Δημ.· σε προσφωνήσεις προσώπων, ὦ ἥδιστε, το του Ορατίου dulcissime rerum, σε Πλάτ. 3. όπως το εὐήθης, αθώος, απλός, αφελής· ὡς ἡδὺς εἶ, στον ίδ. III. επίρρ. ἡδέως, γλυκά, ευχάριστα, με ευχαρίστηση, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· ἡδέως ἂν ἐροίμην, θα ρωτούσα ευχαρίστως, θα ήθελα να ρωτήσω, σε Δημ.· ἡδέως ἔχειν τι, είμαι ευχαριστημένος ή ικανοποιημένος με κάτι, σε Ευρ.· ἡδέως ἔχειν πρός τινα ή τινι, είμαι ευγενικός, φιλικά διακείμενος απέναντι σε κάποιον, σε Δημ.· συγκρ. ἥδιον, σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. ἥδιστα, στον ίδ.
ἥδυσμα, -ατος, τό (ἡδύνω), αυτό που δίνει γλυκύτητα και νοστιμιά στο φαγητό, η σάλτσα, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.