Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἡγεμών"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἡγεμών, Δωρ. ἁγεμ-, -όνος, , επίσης , αυτός που ηγείται, ο οδηγός, Λατ. dux, ομοίως· I. 1. σε Ομήρ. Οδ., οδηγός, αυτός που δείχνει το δρόμο· με παρόμοια σημασία σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡγεμὼν γενέσθαι τινὶ τῆς ὁδοῦ, στον ίδ. 2. αυτός που ασκεί εξουσία σε άλλους, Λατ. dux, auctor· τοῖς νεωτέροις ἡγεμὼν ἠθῶν χρηστῶν γίγνεσθαι, σε Πλάτ.· ἡγεμόνα εἶναί τινος, είμαι ο αίτιος κάποιου πράγματος, σε Ξεν. κ.λπ. II. α) σε Ομήρ. Ιλ., αρχηγός, στρατηγός· ἡγεμόνες Δαναῶν, φυλάκων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ στρατηγῶν, έχοντας μερικούς από τους καλύτερους στρατηγούς σαν αρχηγούς-διοικητές, σε Θουκ.· αρχηγός, διοικητής, άρχων, κυρίαρχος, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ. β) χρησιμ. ως μετάφραση του Ρωμ. Emperor, Λατ. imperatoris, σε Πλούτ.· επίσης, διοικητής επαρχίας, έπαρχος, σε Κ.Δ.