Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἠώς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἠώς, , γεν. (ἠόος) ἠοῦς, Επικ. ἠῶθι, δοτ. ἠοῖ, αιτ. ἠῶ, Αττ. ἕως, γεν. ἕω, αιτ. ἕω, όπως το λεὼςΔωρ. ἀώς, Αιολ. ἄυως (δηλ. ἄϜως), όχι αὔως· I. 1. χάραμα, αυγή, ξημέρωμα, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· το πρωί, ως χρονικό σημείο της ημέρας, αντίθ. προς τα μέσον ἦμαρ και δείλη, σε Ομήρ. Ιλ.· γεν. ἠοῦς, το πρωί, νωρίς, στο ίδ.· αιτ. ἠῶ, κατά τη διάρκεια του πρωινού, σε Ομήρ. Οδ.· ἐξἠοῦς μέχρι δείλης ὀψίης, σε Ηρόδ.· ἅμα ἠοῖ, κατά το ξημέρωμα, στον ίδ.· ἅμ' ἕῳ ή ἅμα τῇ ἕῳ, σε Θουκ.· Επικ. ἠῶθι πρό, σε Όμηρ.· ἐς ἀῶ, αύριο, σε Θεόκρ. 2. επειδή οι Έλληνες μετρούσαν τις ημέρες με τα πρωινά, το ἠώς συχνά σήμαινε την ημέρα, σε Όμηρ. II. η ανατολή, στον ίδ.· ἀπὸ ἠοῦς πρὸς ἑσπέρην, σε Ηρόδ. κ.λπ. III. ως κύριο όνομα, Ἠώς, Λατ. Aurora, η θεά της Αυγής, η οποία αναδύεται από τον Ωκεανό, από την κλίνη του συζύγου της Τιθωνού, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.