Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἠχώ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἠχώ, Δωρ. ἀχώ, γεν. (ἠχόος) ἠχοῦς, Δωρ. ἀχῶς, αιτ. ἠχώ, Δωρ. ἀχώ, Δωρ. κλητ. ἀχοῖ· 1. όπως το ἠχή, ήχος, αλλά κυρίως ο ήχος που επιστρέφει, που κάνει αντίλαλο, ηχώ, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ. κ.λπ. 2. γενικά, ήχος διαρκής όπως αυτός του κουδουνιού, σε Σοφ., Τραγ.· τὴν Βοιωτίην κατεῖχε ἠχὼ ὡς..., ολόκληρη η Βοιωτία αντηχούσε από τη φήμη ότι..., σε Ηρόδ.