Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἠρέμα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἠρέμᾰ, επίρρ., 1. όπως το ἀτρέμας, σιγανά, ήσυχα, σιωπηλά, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. ελαφρά, λίγο, στον ίδ. 3. αργά, με βραδύ ρυθμό, αντίθ. προς το τάχιστα, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
ἠρεμαῖος, , -ον, επίθ. του ἠρέμα, ήσυχος, ατάραχος, σε Πλάτ.· ανώμ. συγκρ. ἠρεμέστερος, σε Ξεν.· επίρρ. -αίως = ἠρέμα, στον ίδ.· συγκρ. -εστέρως, στον ίδ.