Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἠπειρώτης"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἠπειρώτης, -ου, , θηλ. -ῶτις, -ιδος, I. αυτός που προέρχεται από την ξηρά, αυτός που ζει στην ξηρά, ο στεριανός, αντίθ. προς το νησιώτης, σε Ηρόδ.· αἱ ἠπειρώτιδες Αἰολίδες πόλιες, αντίθ. προς τις πόλεις των νησιών, στον ίδ. κ.λπ.· ἠπειρῶτις ξυμμαχία, συμμαχία με ηπειρωτική δύναμη, αντίθ. προς το ναυτική, σε Θουκ. II. αυτός που ανήκει στην ήπειρο της Ασίας, ο Ασιατικός, σε Ευρ. III. ο Ηπειρώτης, ο κάτοικος της Ηπείρου, σε Λουκ.