Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἠπεδανός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἠπεδᾰνός, , -όν, 1. αδύνατος, ασθενής, ευάλωτος, σε Όμηρ. 2. με γεν., στερημένος από κάτι, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).