Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ἕλλην"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
Ἕλλην, -ηνος, , Έλληνας· I. 1. γιος του Δευκαλίωνα, σε Ησίοδ. 2. οι Ἕλληνες του Ομήρ. είναι εκείνη η Θεσσαλική φυλή της οποίας ο Έλληνας ήταν ο φημισμένος αρχηγός (πρβλ. Ἑλλάς I), σε Ομήρ. Ιλ. 3. μεταγεν., Ἕλληνες ήταν το κοινό όνομα για όλες τις Ελληνικές φυλές, αντίθ. προς το βάρβαροι, σε Ηρόδ. κ.λπ. 4. έπειτα λέγεται για εθνικούς ή για ειδωλολάτρες ή για χριστιανούς, αντίθ. προς τους Ἑβραίους, σε Κ.Δ. II. ως επίθ. = Ἑλληνικός, σε Θουκ. κ.λπ.· ακόμη και με θηλ. ουσ., σε Αισχύλ., Ευρ.
Ἑλληνίζω, μέλ. -σω· Παθ. αόρ. αʹ χωρίς αύξηση· μιλώ ελληνικά, σε Πλάτ.Παθ., Ἑλληνισθῆναι τὴν γλῶσσαν, εξελληνίζω την ομιλία και τη γλώσσα κάποιου, το να μαθαίνει Ελληνικά εξελληνίζω, σε Θουκ.
Ἑλληνικός, , -όν (Ἕλλην), I. 1. ελληνικός, σε Ηρόδ., Αττ. 2. τὸ Ἑλληνικόν, οι Έλληνες περιληπτικά, σε Ηρόδ.· οι Έλληνες στρατιώτες, ο ελληνικός στρατός, σε Ξεν. 3. τὰ Ἑλληνικά, η αφήγηση, η εξιστόρηση των ελληνικών ζητημάτων, σε Θουκ. II. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε Έλληνες, σε Αριστοφ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον ελληνικό τρόπο, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο, σε Ηρόδ.
Ἑλλήνιος, , -ον, I. = το προηγ., σε Ηρόδ. κ.λπ. II. Ἑλλήνιον, τό, ο ναός των Ελλήνων στην Αίγυπτο, στον ίδ. II. Ἑλλανία, = Ἑλλάς, σε Ευρ.
Ἑλληνίς, Δωρ. Ἑλλᾱνίς, -ίδος, , I. θηλ. του Ἕλλην, σε Αττ. II.Ἑλληνίς (ενν. γυνή), μία Ελληνίδα γυναίκα, σε Ευρ.
Ἑλληνιστής, -οῦ, (Ἑλληνίζω), αυτός που χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα· δηλ., στην Κ.Δ. ένας Ελληνιστής, Ιουδαίος που μιλά ελληνικά.
Ἑλληνιστί, επίρρ., κατά τον ελληνικό τρόπο, στα ελληνικά, σε Λουκ.· Ἑλλ. ξυνιέναι, γνωρίζω, καταλαβαίνω ελληνικά, σε Ξεν.
Ἑλληνο-τᾰμίαι, -ων, οἱ, οι ταμίες, οι εισπράκτορες των Ελλήνων, δηλ. άρχοντες που έχουν οριστεί από τους Αθηναίους (477 π.Χ.) για την είσπραξη των συνεισφορών που κατέβαλαν οι ελληνικές συμμαχικές πόλεις-κράτη κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων, σε Θουκ.