LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἑλληνίς"
- Ἑλληνίς, Δωρ. Ἑλλᾱνίς, -ίδος, ἡ, I. θηλ. του Ἕλλην, σε Αττ. II.Ἑλληνίς (ενν. γυνή), μία Ελληνίδα γυναίκα, σε Ευρ.
- Ἑλληνιστής, -οῦ, ὁ (Ἑλληνίζω), αυτός που χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα· δηλ., στην Κ.Δ. ένας Ελληνιστής, Ιουδαίος που μιλά ελληνικά.
- Ἑλληνιστί, επίρρ., κατά τον ελληνικό τρόπο, στα ελληνικά, σε Λουκ.· Ἑλλ. ξυνιέναι, γνωρίζω, καταλαβαίνω ελληνικά, σε Ξεν.