Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ἑλληνίς"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
Ἑλληνίς, Δωρ. Ἑλλᾱνίς, -ίδος, , I. θηλ. του Ἕλλην, σε Αττ. II.Ἑλληνίς (ενν. γυνή), μία Ελληνίδα γυναίκα, σε Ευρ.
Ἑλληνιστής, -οῦ, (Ἑλληνίζω), αυτός που χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα· δηλ., στην Κ.Δ. ένας Ελληνιστής, Ιουδαίος που μιλά ελληνικά.
Ἑλληνιστί, επίρρ., κατά τον ελληνικό τρόπο, στα ελληνικά, σε Λουκ.· Ἑλλ. ξυνιέναι, γνωρίζω, καταλαβαίνω ελληνικά, σε Ξεν.