Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Ἐρινύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Ἐρίνῡς (όχι Ἐριννύς), γεν. -ύος, , πληθ. Ἐρινύες, Αττ. Ἐρινῦς· Αττ. γεν. Ἐρινῦν· I. Ερινύα ή Μαινάδα, εκδικητική θεότητα, θεότητα που τιμωρεί τις κακές πράξεις, στον ενικ. και πληθ., σε Όμηρ., Τραγ.· αρχικά τρεις στον αριθμό, πρώτα στον Ευρ.· ονόματα Τισιφόνη, Μέγαιρα, Αληκτώ, μόνο στους μεταγεν. συγγραφείς· στην Αθήνα αποκαλούνταν Εὐμενίδες, Σεμναί. II. ως προσηγορικό, μητρὸς Ἐρινύες, μητρικές κατάρες, σε Όμηρ.· αλλά, Ἐρινῦς πατρός, η φονική ενοχή της γενιάς του, του πατέρα του, σε Ησίοδ.· φρενῶν Ἐρινύς, ψυχική αναστάτωση, διαταραχή, σε Σοφ.· στους Τραγ., οι Ἐρινύες ήταν πρόσωπα που αποστέλλονταν από τους θεούς για να επιφέρουν συμφορές στην ανθρωπότητα.