LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Ἐρατώ"
- Ἐρᾰτώ, -οῦς, ἡ, 1. Ερατώ, η Αξιέραστη, μία από τις Μούσες, σε Ησίοδ. 2. μία από τις Ωκεανίδες, στον ίδ.