Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕως"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ἕως, Αττ. τύπος και Ιων. ἠώς.
ἕως, Επικ. εἵως και εἷος, σύνδ., ως, I. 1. έως, ώσπου, μέχρι, Λατ. donec, dum, σε Όμηρ.· στον Όμηρ. μερικές φορές χρησιμ. το τέως, για λίγο, για κάποιο χρονικό διάστημα· α) για να εκφράσει γεγονός στο παρελθόν, το ἕως ακολουθ. από οριστ., εἵως φίλον ὤλεσε θυμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· όταν το γεγονός είναι αβέβαιο στο παρελθόν, ακολουθ. από ευκτική, ἕως ὅ γε μιγείη, μέχρι να έφτανε, σε Ομήρ. Οδ. β) ἕως ἄν ή κε, με υποτ., σε σχέση με αβέβαιο μελλοντικό γεγονός, μαχήσομαι, εἵως κε κιχείω, μέχρι να βρω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. ενώ, κατά τη διάρκεια που, εφόσον, ενόσω, εἵως πολεμίζομεν, σε Ομήρ. Οδ.· ἕως ἔτι ἐλπὶς (ἦν), σε Θουκ. II. ως επίρρ., Λατ. usque, κυρίως με επιρρ. χρόνου, ἕως, ὅτε, Λατ. usque dum, μέχρι τη στιγμή όπου, σε Ξεν.· ομοίως, ἕως οὗ, σε Ηρόδ.· ἕως ὀψέ, μέχρι αργά, σε Θουκ.· με γεν., ἕως τοῦ ἀποτῖσαι, μέχρις ότου πληρώσει, Νόμ. παρ' Αισχίν.
ἔωσα, ἐώσθην, Ενεργ. και Παθ. αόρ. αʹ του ὠθέω.
ἔωσι, Ιων. αντί ὦσι, γʹ πληθ. ενεστ. υποτ. του εἰμί (sum).
ἕωσ-περ, επιτετ. αντί ἕως, έως, μέχρι, ώσπου, σε Θουκ.
Ἑωσ-φόρος, Δωρ. Ἀωσφόρος, , αυτός που φέρνει την Αυγή, Λατ. Lucifer, το άστρο της Αυγής, ο Αυγερινός.