Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕρμα"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ἕρμα, -ατος, τό, I. έρεισμα, υποστήριγμα, που τοποθετούσαν τα πλοία, όταν τα έσερναν στην ξηρά, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για τους άνδρες, ἕρμα πόληος, στήριγμα για την πόλη, Λατ. columen, σε Όμηρ.· μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων, λέγεται για αιχμηρό βέλος, η πηγή, δηλ. η αιτία των συμφορών, σε Ομήρ. Ιλ. II. βυθισμένος βράχος, σκόπελος, πάνω στον οποίο μπορεί να προσκρούσει, να προσαράξει ένα καράβι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. III. ύψωμα, λοφίσκος, σωρός χώματος ή λίθων, σε Σοφ. IV.αυτό που κρατά σταθερό το πλοίο, σαβούρα, έρμα, σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.).
ἕρμα, -ατος, τό (εἴρω Α) στον πληθ., ἔρματα, σκουλαρίκια, σε Όμηρ.
ἑρμ-ᾰγέλη, , αγέλη του Ερμή, νεκροί, σε Ανθ.
ἕρμαιον, τό, θεόσταλτο δώρο, απροσδόκητη τύχη, θεόπεμπτο αγαθό, το οποίο θεωρείτο δώρο του θεού Ερμή, σε Σοφ., Πλάτ.· Ἕρμαια (ενν. ἱερά), τά, γιορτή προς τιμή του Ερμή, σε Αισχίν.
Ἑρμαῖος, , -ον, 1. αυτός που παίρνει το όνομά του από το όνομα του Ερμή, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. 2. αυτός που χαρακτηρίζει ή προέρχεται από τον Ερμή, επικερδής, προσοδοφόρος, στον ίδ.
Ἑρμ-αφρόδῑτος, , ο Ερμαφρόδιτος, πρόσωπο που είχε ιδιότητες και των δύο φύλων, αρσενικοθήλυκος· το όνομά του το πήρε από τον Ερμαφρόδιτο, γιο του Ερμή και της Αφροδίτης, σε Λουκ.