Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕξις"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
ἕξις, -εως, (ἔξω, μέλ. του ἔχω),· I. μτβ., κτήση, κατοχή, σε Πλάτ. II. 1. αμτβ., φυσική κατάσταση ή συνήθεια του σώματος, ιδίως, λέγεται για καλή φυσική κατάσταση ή συνήθεια, σε Ξεν., Πλάτ. 2. νοητική κατάσταση, στον ίδ.
ἐξ-ῐσόω, μέλ. -ώσω, I. 1. εξομοιώνω ή εξισώνω, εξισταθμίζω, ισοσταθμίζω με, Λατ. exaequare, τινά ή τί τινι, σε Σοφ., Θουκ.Μέσ., εξομοιώνομαι, σε Βάβρ.Παθ., είμαι ή γίνομαι ίσος, τινι, σε Πλάτ. κ.λπ.· είμαι ισάξιος, ισόπαλος, εφάμιλλος αντίπαλος, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι με, τινι, σε Θουκ. 2. εξισώνω, τοὺς πολίτας, σε Αριστοφ. II. αμτβ., είμαι ίσος ή όμοιος, μητρὶ δ' οὐδὲν ἐξισοῖ, δεν ενεργεί καθόλου, σε καμμία περίπτωση ως μητέρα, σε Σοφ.· ἐξ. τοῖς ἄλλοις, σε Θουκ.· ομοίως και στην Παθ., σε Σοφ.
ἐξιστάνω, μεταγεν. τύπος του ἐξίστημι, σε Κ.Δ.
ἐξ-ίστημι, μτβ., στον ενεστ., παρατ., μέλ., αόρ. αʹ·
Α. 1.
βγάζω κάτι απ' τη θέση του, το μετατοπίζω, το αλλάζω ή το μεταβάλλω εντελώς, σε Αριστοφ., Πλούτ. 2. μεταφ., ἐξιστάναι τινὰ φρενῶν, κάνω κάποιον να παραφρονήσει, σε Ευρ.· τοῦφρονεῖν, σε Ξεν.· απόλ., αναστατώνω, προκαλώ ή επιφέρω σύγχυση, σε Δημ. Β. αμτβ. στην Παθ. και Μέσ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. I. 1. λέγεται για τόπο, στέκω παράμερα από, ἐκστάντες τῆς ὁδοῦ, έξω από τον δρόμο, σε Ηρόδ.· ομοίως και, ἐκστῆναί τινι, σε Σοφ. κ.λπ.· μεταφ., ἐξ ἕδρας ἐξέστηκε, εκτοπίστηκε, διαταράχτηκε, σε Ευρ. 2. με αιτ., φυλάγομαι από, αποφεύγω κάποιον, σε Σοφ., Δημ. II. 1. με γεν., αποσύρομαι από, παραιτούμαι από την κατοχή ή κτήση ενός πράγματος, τῆς ἀρχῆς, σε Θουκ.· σταματώ, διακόπτω, παύω, εγκαταλείπω κάτι, τῶν μαθημάτων, σε Ξεν. 2. ἐκστῆναι πατρός, να εγκαταλείπει κάποιος τον πατέρα του, να τον απαρνιέται, σε Αριστοφ. 3. φρενῶν ἐξεστάναι, να χάσει κάποιος τα μυαλά του, να παραφρονήσει, σε Ευρ.· έπειτα απόλ., βρίσκομαι εκτός εαυτού, έξω φρενών, παραφρονώ, εκπλήσσομαι, καταπλήσσομαι, θαυμάζω, σε Κ.Δ. 4. χαλώ, εκφυλίζομαι, χάνω τις φυσικές ιδιότητες, οἶνος ἐξεστηκώς, που έχει χαλάσει, ξινό κρασί, σε Δημ.· πρόσωπα ἐξεστηκότα, παραμορφωμένα, φοβισμένα, τρομαγμένα πρόσωπα, σε Ξεν. 5. απόλ., αλλάζω, μεταβάλλω τη θέση μου ή τη γνώμη μου, σε Θουκ.
ἐξ-ιστορέω, μέλ. -ήσω, 1. ψάχνω, διερευνώ, σε Αισχύλ. 2. ανακρίνω κάποιον για κάτι, τινά τι, σε Ηρόδ., Ευρ.
ἐξ-ισχύω[ῡ], μέλ. -ύσω, έχω επαρκή δύναμη, έχω την ικανότητα, δύναμη να κάνω, με απαρ., σε Κ.Δ.
ἐξ-ίσχω, = ἐξέχω, προσβάλλω, εξάγω, σε Ομήρ. Οδ.
ἐξίσωσις, -εως, (ἐξισόω), εξισορρόπηση, ισοστάθμιση, εξίσωση, σε Πλούτ.
ἐξῐσωτέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να εξισώσει, να κάνει ίσο, σε Σοφ.