Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕννυμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἕννῡμι ή ἑννύω, Ιων. εἵνυμι, εἱνύω· μέλ. ἕσω, Επικ. ἕσσω· Επικ. αόρ. βʹ ἕσσαΜέσ., γʹ ενικ. Επικ. μέλ. ἕσατο, Επικ. ἕσσατο, ἑέσσατοΠαθ., παρακ. εἷμαι, εἶται, Επικ. βʹ ενικ. ἕσσαι· βʹ και γʹ ενικ. υπερσ. ἕσσο, ἔστο, Επικ. ἕεστο, γʹ δυϊκ. ἕσθην, γʹ πληθ. εἵατο (√ϜΕΣ, πρβλ. Λατ. vestio). I. ντύνω, σκεπάζω κάποιον άλλο, με διπλή αιτ., κεῖνός σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε ἕσσει, θα σε ντύσει με χλαίνη και χιτώνα, σε Ομήρ. Οδ. II. Μέσ. και Παθ., με αιτ. πράγμ., ντύνομαι με, ενδύομαι με, βάζω πάνω μου, φορώ, σε Όμηρ.· ἀσπίδας ἑσσάμενοι, για ψηλές ασπίδες που καλύπτουν ολόκληρο το ανθρώπινο σώμα, σε Ομήρ. Ιλ.· (ξυστὰ) εἱμένα χαλκῷ, δόρατα, κοντάρια καλυμμένα με χαλκό, στο ίδ.· και μεταφ., λάϊνον ἕσσο χιτῶνα, εσύ είχες περικαλυφθεί με λίθινο χιτώνα, δηλ. υπεβλήθεις σε θάνατο με λιθοβολισμό, στο ίδ.· μεταφ. επίσης, φρεσὶ εἱμένοι ἀλκήν, στο ίδ.