Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕνεκα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἕνεκα ή -κεν, Ιων. και ποιητ. εἵνεκα ή -κεν· I. 1. πρόθ. με γεν., κυρίως μετά το πτωτικό, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λόγω, χάριν, εξαιτίας, διότι, Λατ. gratia, στον ίδ. κ.λπ. 2. σε ό,τι αφορά, ως προς, όσο για, ἐμοῦ γε ἕνεκα, όσο εξαρτάται από εμένα, ως προς εμένα, σε Αριστοφ.· εἵνεκέν γε χρημάτων, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. πλεοναστ., ἀμφὶ σοὔνεκα, σε Σοφ.· ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκα, όσο μακριά πήγαινε η φωνή, σε Θουκ. II. ως σύνδ. αντί οὕνεκα, διότι, επειδή, σε Ομηρ. Ύμν.