Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕλκος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἕλκος, -εος, τό (ἕλκω),· I. 1. πληγή, τραύμα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. 2. πληγή με φλεγμονή, πύον, ἕλκος ὕδρου, φαρμακερή δαγκωματιά από φίδι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για έλκη από λοιμώδεις νόσους, σε Θουκ. II. μεταφ., πληγή, καταστροφή, σε Αισχύλ., Σοφ.