Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕλιξ"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἕλιξ, -ῐκος, , (ἑλίσσω), επίθ., συνεστραμμένος, στριφτός, γυριστός, στριφογυριστός· λέγεται για βόδια, είτε για τα στριφτά, ελικοειδή κέρατα είτε για το ελικοειδές βάδισμά τους, σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταγεν., ἕλικα ἀνὰ χλόαν, πάνω στο μπερδεμένο χορτάρι, σε Ευρ.
ἕλιξ, ποιητ. εἷλιξ, -ῐκος, (ἑλίσσω), οτιδήποτε έχει σπειροειδές, ελικοειδές σχήμα· 1. βραχιόλι ή σκουλαρίκι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. συστροφή, περιδίνηση, στροβιλισμός, περιστροφή, ἕλικες στεροπῆς, λάμψεις, σπινθηρισμοί δισχιδούς αστραπής, σε Αισχύλ. 3. έλικας αμπελιού, σε Ευρ.· κισσού, στον ίδ. 4. μπούκλα, σγουρά μαλλιά, σε Ανθ. 5. περιέλιξη, σπείρα φιδιού, το κουλούριασμά του, σε Ευρ.
ἑλιξό-κερως, -ωτος, , , αυτός που έχει ελικοειδή κέρατα, σε Ανθ.