Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕκηλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἕκηλος, Δωρ. ἕκᾰλος, -ον, = εὔκηλος, ήσυχος, αυτός που βρίσκεται σε ηρεμία, σε γαλήνη, Λατ. securus, λέγεται για πρόσωπα που απολαμβάνουν κάτι για τον εαυτό τους, σε Όμηρ.· ἕκηλοι συλήσετε, εσείς θα τους λεηλατήσετε εύκολα, δηλ. χωρίς κώλυμα ή εμπόδιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἕκ. εὕδειν, σε Σοφ.· ουδ. ως επίρρ., στον ίδ.