Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕδρα"

Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
ἕδρα, Επικ. και Ιων. ἕδρη, , (ἕδος), I. μέρος που κάθεται κάποιος· 1. έδρα, θρόνος, κάθισμα, σε Όμηρ.· τιμητική θέση, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. 2. οικητήριο θεών, ιερό, ναός, σε Πίνδ., Τραγ. 3. το μέρος ή ο τόπος κάθε πράγματος, σε Ηρόδ.· ἐξ ἕδρας, έξω από τη σωστή του θέση, σε Ευρ.· θεμέλιο, βάση, σε Πλούτ. 4. ἡ ἕδρα τοῦ ἵππου, η πλάτη του αλόγου, πάνω στη οποία κάθεται ο αναβάτης, αυτός που το ιππεύει, σε Ξεν. 5. ἕδραι, τα σημεία του ορίζοντα στα οποία εμφανίζονται οι οιωνοί, σε Αισχύλ., Ευρ. II. 1. η κίνηση καθίσματος κάποιου, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για στάση, γονυπετεῖς ἕδραι, γονάτισμα, σε Ευρ. 2. απραξία, αδράνεια, χρονοτριβή, καθυστέρηση, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐχ ἕδρας ἀκμή, δεν είναι εποχή για να αδρανήσει κάποιος, σε Σοφ. 3. συνεδρίαση κάποιου συμβουλίου, στον ίδ. III. οπίσθια, πρωκτός, γλουτοί, σε Ηρόδ.
ἑδράζω, μέλ. -άσω, κάνω κάτι να καθίσει, τοποθετώ, σε Ανθ.
ἔδρᾰθον, ποιητ. αντί ἔδαρθον, αόρ. βʹ του δαρθάνω.
ἑδραῖος, , -ον και -ος, -ον (ἕδρα), I. 1. καθιστός, καθήμενος, σε Ξεν., Πλάτ. 2. ἑδραία ῥάχις, η ράχη του αλόγου πάνω στην οποία καθεται ο αναβάτης, σε Ευρ. II. αυτός που κάθεται ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός, στον ίδ., Πλάτ.
ἑδραίωμα, -ατος, τό, θεμέλιο, βάση, σε Κ.Δ.
ἔδρᾰκον, αόρ. βʹ του δέρκομαι.
ἔδρᾰμον, αόρ. βʹ του τρέχω.
ἔδρᾱν, αόρ. βʹ του διδράσκω· ἔδρᾰν, γʹ πληθ.
ἕδρᾰνον, τό, ποιητ. τύπος του ἕδρα· I. κάθισμα, διαμονή, σε Αισχύλ., Σοφ. II. στήριγμα, ἔρεισμα, (λέγεται για άγκυρα), σε Ανθ.