Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἕδος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἕδος, -εος, τό (ἕζομαιI. μέρος που μπορεί να καθίσει κάποιος. 1. έδρα, θρόνος, κάθισμα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. κατοικία, διαμονή, σε Όμηρ. κ.λπ.· ναός, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. 3. θεμέλιο, θέση, βάθρο, σε Ησίοδ., Ανθ. II. η πράξη του καθίσματος, οὐχ ἕδος ἐστί, δεν είναι καιρός για να καθίσει κάποιος ακίνητος, σε Ομήρ. Ιλ.