Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔχω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἔχω, παρατ. εἶχον, Επικ. ἔχον, Ιων. ἔχεσκον· μέλ. ἕξω ή σχήσω, αόρ. βʹ ἔσχον· προστ. σχές, απαρ. σχεῖν (για τον ποιητ. τύπο ἔσχεθον, βλ. *σχέθω), παρακ. ἔσχηκα· Επικ. ὄχωκαΜέσ., μέλ. ἕξομαι ή σχήσομαι, αόρ. βʹ ἐσχόμην, Επικ. γʹ ενικ. σχέτο· προστ. σχοῦ, σχέσθον, σχέσθε· απαρ. σχέσθαιΠαθ., αόρ. αʹ ἐσχέθην· Μέσ. αόρ. βʹ επίσης, με Παθ. σημασία.
Α.
μτβ., κύριες σημασίες: έχω, κρατώ· I. 1. έχω, κατέχω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὁ ἔχων, ο πλούσιος, σε Σοφ.· οἱ οὐκ ἔχοντες, οι φτωχοί, σε Ευρ.· με γεν. διαιρ μαντικῆς ἔχ. τέχνης, σε Σοφ.Παθ., κατέχομαι από, ανήκω σε, τινι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. έχω την επιμέλεια, επιτηρώ, πύλας, στο ίδ.· φυλακὰς ἔχον, περιφρουρούσαν, στο ίδ. κ.λπ. 3. με αιτ. τόπου, ζω, διαμένω σε έναν τόπο, κατοικώ, συχνάζω, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. έχω γυναίκα, σύζυγο, στο ίδ. κ.λπ. 5. έχω στο σπίτι μου, φιλοξενώ, σε Ομήρ. Οδ. 6. μτχ. ενεστ. με ρήμα, ἔχων ἀτίταλλε, τα είχε και τα πρόσεχε, δηλ. τα φρόντιζε πολύ, σε Ομήρ. Ιλ.· ὃς ἂν ἥκῃ ἔχων στρατόν, ο οποιοσδήποτε μπορεί να έχει έρθει με στράτευμα, σε Ηρόδ. 7. λέγεται για συνήθειες ή καταστάσεις, γῆρας ἔχ., περιφραστικά αντί γηράσκειν, σε Ομήρ. Οδ. 8. όπως το Λατ. teneo, έχω εμπειρία ενός πράγματος, ξέρω, γνωρίζω, καταλαβαίνω, κατανοώ, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· ἔχεις τι; tenes? κατάλαβες; σε Αριστοφ. 9. συνεπάγομαι, έχω ως συνέπεια, έχω ως επακόλουθο, προξενώ, ἀγανάκτησιν, σε Θουκ. 10. ἔχειν σταθμόν, έχω τέτοιο βάρος, ζυγίζω τόσο, σε Ηρόδ. II. 1. κρατώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἔχ.ἐν χερσίν, σε Ηρόδ.· μετὰ χερσίν, σε Ομήρ. Ιλ.· διὰ χειρός, σε Σοφ. κ.λπ. 2. κρατώ σφιχτά, ἔχειν τινὰ χειρός, ποδός, κρατώ κάποιον από το χέρι, από το πόδι, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔχειν τινὰ μέσην, αρπάζω κάποιον από τη μέση, λέγεται για παλαιστές, σε Αριστοφ. 3. λέγεται για γυναίκα, είμαι έγκυος, κυοφορώ, Λατ. utero gestare, σε Ηρόδ.· ἐν γαστρὶ ἔχειν, στον ίδ. 4. αποκρούω, εμποδίζω, Λατ. sustinere, μ' αυτή τη σημασία ο Όμηρ. χρησιμ. μέλ. σχήσω, σχήσομαι. 5. κρατώ σταθερά, στερεώνω, κρατώ κλειστά, όπως κρατούν οι μπάρες μια πύλη, σε Ομήρ. Ιλ.· περιέχω, περικλείω, σε Όμηρ. 6. κρατώ ή συγκρατώ σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, όπως το ἐπέχω, ὀϊστὸν ἔχε, το έβαλε στο σημάδι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για άλογα ή πλοία, κατευθύνω, οδηγώ, διευθύνω, στο ίδ.· έπειτα, απόλ., τῇ ῥ' ἔχε, μ' αυτόν τον τρόπο κρατήθηκε εντός της πορείας του, στο ίδ.· επίσης, πιάνω λιμάνι, προσορμίζομαι, εἰς ή πρὸς τόπον, σε Ηρόδ.· δεῦρο νοῦν ἔχε, έχε το νου σου εδώ, σε Ευρ.· πρός τι τὸν νοῦν ἔχ., σε Θουκ. 7. συγκρατώ, σταματώ, ανακόπτω, αναχαιτίζω, ἵππους, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οὐ σχήσει χεῖρας, δεν θα συγκρατήσει, δεν θα εμποδίσει τα χέρια του, σε Ομήρ. Οδ.· ὀδύνας ἔχ., τις ανακούφισε, τις μετρίασε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. 8. κρατώ μακριά από, εμποδίζω, με γεν. πράγμ., τινὰ ἀγοράων, νεῶν, στο ίδ.· στην Αττ., σταματώ ή εμποδίζω από το να κάνει κάποιος κάτι, τοῦ μὴ καταδῦναι, σε Ξεν.· ἔσχον μὴ κτανεῖν, σε Ευρ. 9. κατακρατώ, παρακρατώ κάτι, χρήματα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 10. προφυλάσσω, διατηρώ ασφαλές, υπερασπίζω, προστατεύω, προασπίζω, σώζω, σε Ομήρ. Ιλ. III. 1. με απαρ., έχω τα μέσα, τον τρόπο ή τη δύναμη να κάνω κάτι, είμαι ικανός, με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· χωρίς απαρ., οὔ πως εἶχε, δεν μπορούσε, σε Ομήρ. Ιλ. 2. μετά τον Όμηρ., οὐκ ἔχω ὅπως, δεν ξέρω πώς, δεν γνωρίζω με ποιον τρόπο κ.λπ., σε Σοφ. κ.λπ.· οὐκ ἔχω ὅτι χρὴ λέγειν, σε Ξεν. Β. I. 1. αμτβ., παραμένω σε, βρίσκομαι σε μια κατάσταση, ἕξω, ὡς ὅτε τις λίθος..., θα κρατήσω γερά σαν βράχος..., σε Ομήρ. Οδ.· σχὲς οὗπερ εἶ, μείνε εκεί που είσαι, σε Σοφ.· ἔχειν κατὰ χώραν, μένω στον τόπο μου, σε Αριστοφ. κ.λπ.· διὰφυλακῆς ἔχειν, επιφυλάσσομαι, είμαι σε επιφυλακή, σε Θουκ. 2. με γεν., απέχω από κάτι, πολέμου, στον ίδ. 3. με γεν. επίσης, παίρνω μέρος σε, έχω να κάνω με κάτι, τέχνης, σε Σοφ.· απασχολούμαι ή ασχολούμαι, εργάζομαι, καταπιάνομαι με, ἀμφί τι, σε Αισχύλ.· περί τι, σε Ξεν. II. απλώς, είμαι, συχνά με επιρρ. τρόπου, εὖ ἔχει, σε Ομήρ. Οδ.· καλῶς ἔχει, κακῶς ἔχει, Λατ. bene habet, male habet, πάει καλά, σε Αττ.· οὕτως ἔχει, έτσι έχει η υπόθεση, έτσι έχουν τα πράγματα, σε Αριστοφ. κ.λπ.· συχνά με την προσθήκη γεν. τρόπου, εὖ ἔχειν τινός, έχει καλώς ως προς κάτι, υπάρχει αφθονία σε κάτι, σε Ηρόδ.· ὡς ποδῶν εἶχον, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να πάνε, στον ίδ.· ὥς τις εὐνοίας ἢ μνήμης ἔχοι, όπως κάθε άνδρας ένιωθε ή θυμόταν, σε Θουκ. III. 1. κρατώ σε μία διεύθυνση, οδηγώ, διευθύνω, κατευθύνω προς, ἐπὶ τὸν ποταμόν, σε Ηρόδ.· ἔχ. εἴς τι, δείχνω προς ένα σημείο, τείνω, κλίνω, ρέπω, διευθύνομαι προς, στον ίδ.· τὸ ἐς Ἀργείους ἔχον, σε ό,τι αφορά αυτούς, στον ίδ.· επίσης, ἔπ' ὅσον ἔποψις εἶχε, όσο έφθανε, σε όση έκταση έφθανε η θέα, στον ίδ. 2. ἐπί τινι ἔχειν, τρέφω, έχω εχθρικά αισθήματα, τρέφω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον, στον ίδ., σε Σοφ. IV. μετά τον Όμηρο, το ἔχω ενώνεται με μτχ. αορ. άλλου ρήματος, κρύψαντες ἔχουσι αντί κεκρύφασι, σε Ησίοδ.· ἀποκληΐσας ἔχεις αντί ἀποκέκλεικας, σε Ηρόδ.· μερικές φορές δίνει ενεστ. σημασία στον αόρ., όπως θαυμάσας ἔχω, βρίσκομαι σε κατάσταση θαυμασμού, έκπληξης, απορίας, κατάπληξης, σε Σοφ.· ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει, ο οποίος τώρα της συμπεριφέρεται ατιμωτικά, σε Ευρ. 2. η μτχ. ἔχων μαζί με ενεστ., προσθέτει την έννοια της διάρκειας στην παρούσα πράξη, όπως, τί κυπτάζεις ἔχων; γιατί εξακολουθείς να σκαλίζεις εκεί; σε Αριστοφ.· φλυαρεῖς, ληρεῖς ἔχων, δεν σταματάς, συνεχίζεις να φλυαρείς, να κοροϊδεύεις, σε Πλάτ. 3. πλεοναστ., ἐστὶν ἔχον = ἔχει, σε Ηρόδ.· ἐστὶν ἀναγκαίως ἔχον = ἔχει ἀναγκαίως, σε Αισχύλ. Γ. I. 1. Μέσ., πιάνομαι, κρατιέμαι πάνω σε, προσκολλώμαι σε, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ. 2. μεταφ., αφοσιώνομαι ή προσκολλώμαι σε κάτι, ἔργου, σε Ηρόδ.· ἐλπίδος, σε Ευρ.· τῆς αὐτῆς γνώμης, σε Θουκ.· θέτω αξιώσεις για κάτι, διεκδικώ, απαιτώ, σε Ηρόδ.· δείχνω, επιδεικνύω ζήλο για, μάχης, σε Σοφ. 3. έρχομαι αμέσως μετά, ακολουθώ από κοντά, επακολουθώ, σε Ξεν.· τῆς πληγῆς ἔχεται, ακολουθεί το χτύπημα, σε Δημ.· λέγεται για λαούς ή χώρες, είμαι, βρίσκομαι κοντά, προσεγγίζω, συνορεύω, τινος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ ἐχόμενοι, οι όμοροι, οι γειτονικοί λαοί, στον ίδ.· λέγεται για χρόνο, τὸ ἐχόμενον ἔτος, το επόμενο, το ερχόμενο, το προσεχές έτος, σε Θουκ. 4. εξαρτώμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε, τινος ή ἔκ τινος, σε Όμηρ. 5. ανήκω σε, τινος, σε Ηρόδ. II. αντέχω ή βαστώ για κάποιον, σε Όμηρ. III. 1. συγκρατούμαι, συντηρώ, κρατώ την θέση μου, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ., κρατώ μακριά απ' τον εαυτό μου, αποκρούω, απωθώ, στο ίδ. IV. διακόπτω, σταματώ, στο ίδ.· κρατιέμαι πίσω, απέχω, παραμένω μακριά ή αποφεύγω, σε Όμηρ. κ.λπ.
ἔχωντι, Δωρ. αντί ἔχωσι, γʹ πληθ. υποτ. του ἔχω.