Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔφηβος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἔφ-ηβος, Δωρ. ἔφ-ᾱβος, , I. αυτός που φθάνει στην εφηβεία (ἥβη), νέος δεκαοκτώ χρόνων, ηλικία στην οποία οι Αθηναίοι νέοι υποβάλλονταν στη δοκιμασίαν και θεωρούνταν πλέον ως καταγεγραμμένοι πολίτες στο ληξιαρχικό γραμματείο του δήμου, σε Ξεν. κ.λπ. II. ρίξιμο ζαριών, σε Ανθ.
ἐφηβοσύνη, , ηλικία του ἐφήβου, εφηβεία, σε Ανθ.