Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔτυμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔτῠμος, -ον, όπως τα ἐτέος, ἐτήτυμος· 1. αληθής, πραγματικός, βέβαιος, αληθινός, γνήσιος, ψεύσομαι ἢ ἔτυμον ἐρέω; να πω ψέματα ή να πω την αλήθεια; σε Όμηρ.· οἵῥ', ἔτυμα κραίνουσι, αυτά (τα όνειρα) έχουν αληθινή έκβαση, σε Ομήρ. Οδ.· ἔτ. ἄγγελος, φήμη, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. ουδ. ἔτυμον, ως επίρρ., όπως το ἐτεόν, αληθώς, όντως, πράγματι, σε Όμηρ.· επίσης, στον πληθ. ἔτυμα, σε Ανθ.· ομαλ. επίρρ. -μως, σε Αισχύλ. κ.λπ.