Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔτης"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἔτης, -ου, , κυρίως στον πληθ., ἔται, οἱ, I. οι ἔται ήταν μέλη της ίδιας φυλετικής ομάδας, φατρίας, δηλ. συγγενείς μιας μεγάλης οικογενείας, ξαδέρφια, παῖδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε, σε Όμηρ.· ἔται καὶ ἀνεψιοί, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταγεν., δημότης, πολίτης, συμπολίτης, γείτονας, σε Θουκ.· στον ενικ., ιδιώτης, σε Αισχύλ. III. αντί ὦ τάν ή ὦ' τάν, βλ. τάν.
ἐτησίαι, οἱ (ἔτος), με ή χωρίς το ἄνεμοι, περιοδικοί άνεμοι, μελτέμια· λέγεται για τους Αιγυπτιακούς μουσώνες, οι οποίοι φυσούσαν, έπνεαν από τα βορειοδυτικά κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, σε Ηρόδ.· λέγεται για βορείους ανέμους, που έπνεαν, φυσούσαν στο Αιγαίο για σαράντα μέρες από την επιτολή του αστέρα Σειρίου, στον ίδ., Δημ.
ἐτήσιος, -ον (ἔτος),· 1. αυτός που διαρκεί ένα χρόνο, που έχει διάρκεια ενός έτους, πένθος, σε Ευρ., Θουκ. 2. κάθε χρόνο, ενιαύσιος, στον ίδ.