Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔσχατος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔσχᾰτος, , -ον (πιθ. από την ἐκ, ἐξ, όπως αν προερχόταν από το ἔξατος, ακραίος, ο πιο μακρινός)· I. λέγεται για τόπο, όπως πάντοτε στον Όμηρ., ο πιο μακρινός, απώτατος, έσχατος, υπέρτατος, τελευταίος, άκρος, ακραίος, στον ίδ., Ηρόδ., Αττ.· ἔσχατοι ἄλλων, λέγεται για τους Θράκες που ήταν οι τελευταίοι στις τάξεις των Τρώων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔσχατοι ἀνδρῶν, λέγεται για τους Αιθίοπες, σε Ομήρ. Οδ.· ἔσχατα, τά, τα πέρατα, ἐσχ. γαίης, σε Ησίοδ.· τὰ ἔσχ. τοῦ στρατοπέδου, σε Θουκ. II. διάφορες σημασίες: 1. ανώτερος, υψηλότερος, δεσπόζων, σε Σοφ. 2. κατώτατος, βαθύτατος, Λατ. imus, ἀΐδας, σε Θεόκρ. 3. εσώτατος, Λατ. intimus, σε Σοφ. 4. τελευταίος, έσχατος, ου ραγός, στερνός, στον ίδ. III. λέγεται για βαθμό, υπέρτατος, ύψιστος, ύστατος, έσχατος, χείριστος, κάκιστος, πόνος, κίνδυνος, σε Πλάτ.· ως ουσ., τὸ ἔσχατον, τὰ ἔσχατα, ο ύψιστος βαθμός, σε Ηρόδ.· λέγεται για βάσανα, πάθη, πόνους, ταλαιπωρίες κ.λπ., στον ίδ., σε Αττ.· ἐπ' ἔσχατα βαίνεις, σε Σοφ.· ἔσχατ' ἐσχάτων κακά, τα χείριστα των πιθανότερων κακών, στον ίδ.· ομοίως, στον υπερθ., τὰ πάντων ἐσχατώτατα, τα χείριστα όλων, σε Ξεν. IV.λέγεται για χρόνο, τελευταίος, ἐς τὸ ἔσχ., μέχρι τέλους, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας, πάνω από το τελευταίο παρακλάδι της γενιάς, σε Σοφ.· ουδ. ἔσχατον και ως επίρρ., για τελευταία φορά, στον ίδ.V. επίρρ., -τως, μέχρις εσχάτων, καθ' υπερβολήν, σε Ξεν.· ομοίως και, ἐς τὸ ἔσχ., σε Ηρόδ., Ξεν.