Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔρως"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔρως, -ωτος, , για δοτ. ἔρω αντί ἔρωτι, βλ. ἔρος (ἔραμαιI. ένθερμη αγάπη, σε Τραγ.· μεγάλη επιθυμία πράγματος, τινός, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· στον πληθ., αγάπες, έρωτες, ερωτικές πράξεις, σε Ευρ., Σοφ.· λέγεται για υπερβολική χαρά, πρβλ. φρίσσω II. 3. II. ως κύριο όνομα, ο θεός του έρωτα, ο θεός Έρωτας, Amor, στον ίδ., σε Ευρ.