LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔρνος"
- ἔρνος, -εος, τό, I. νεαρό βλαστάρι, γόνος, σε Όμηρ.· ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος, ξεπετάχθηκε σαν νεαρό φυτό, σε Ομήρ. Ιλ. II. μεταφ., λέγεται για απόγονο, γόνο, σε Τραγ.