Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔργον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔργον, τό (*ἔργω), εργασία, σε Όμηρ. κ.λπ.· τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε, κοίτα τις δικές σου ασχολίες, κοίτα τη δουλειά σου, σε Όμηρ. I. 1. στην Ομήρ. Ιλ., λέγεται κυρίως για τα πολεμικά κατορθώματα, πολεμήϊα ἔργα· ομοίως και, ἐν τῷ ἔργῳ, κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, σε Θουκ.· ἔργουἔχεσθαι, εμπλέκομαι σε μάχη, στον ίδ. 2. α) λέγεται για πολύμοχθες εργασίες, για την καλλιέργεια χωραφιών, αγροκτημάτων, σε Όμηρ.· οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν ἔργα (πρβλ. του Βιργ. hominumque boumque labores), σε Ομήρ. Ιλ.· ἔργα Ἰθάκης, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι αγροί της Ιθάκης, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στην Αττ., τὰ κατ' ἀγροὺς ἔργα κ.λπ.· έπειτα, γενικά, ιδιοκτησία, περιουσία, πλούτος, κτήματα, ἔργον ἀέξειν, σε Ομήρ. Οδ. β) λέγεται για γυναικείες εργασίες, ύφανση, πλέξιμο, σε Όμηρ. γ) λέγεται για άλλες ασχολίες, θαλάσσια ἔργα, αλιεία, ψάρεμα, ως μέσο βιοπορισμού, σε Ομήρ. Οδ.· περιφραστικά, ἔργα δαιτός, ασχολίες γύρω από συμπόσιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, ἔργα θήρας κ.λπ., σε Ξεν. κ.λπ.· στην Αττ. επίσης, λέγεται για όλων των ειδών τις εργασίες, επαγγέλματα, όπως για τα ορυχεία, τα σιδηρουργεία, στον ίδ., Δημ. 3. δύσκολη εργασία, βαριά εργασία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, τρομερό, παράτολμο κατόρθωμα ή πράξη, Λατ. facinus, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, χερμάδιον λάβε Τυδεΐδης, μέγα ἔργον, με μεγάλο όγκο, σε Ομήρ. Ιλ. 4. πράξη, ενέργεια, συχνά αντίθ. προς το ἔπος, κατόρθωμα, πράξη όχι μόνο λόγια, σε Όμηρ. II. πράγμα, ζήτημα, πᾶν ἔργον, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄκουε τοὔργον, σε Σοφ. κ.λπ. III. 1. Παθ., αυτό που κατεργάζεται, λέγεται για τα όπλα του Αχιλλέα, σε Ομήρ. Ιλ.· η σιδηροτεχνία ονομάζεται, ἔργον Ἡφαίστοιο, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. το αποτέλεσμα της εργασίας, ἔργον χρημάτων, τόκος ή κέρδος σε χρήματα, σε Δημ. IV.οι επόμενες ιδιάζουσες Αττ. φράσεις προκύπτουν από τη σημασία I: 1. ἔργον ἐστί: α) με γεν. προσ., η ασχολία του, η κύρια ενασχόλησή του, το χαρακτηριστικό του γνώρισμα, το καθήκον του, ἔργον ἀγαθοῦ πολίτου, σε Πλάτ.· ομοίως, σὸν ἔργον ἐστί, είναι δική σου δουλειά, σε Αισχύλ. β) με γεν. πράγμ., υπάρχει ανάγκη, χρεία κάποιου πράγματος, σε Ευρ. γ) με απαρ., θα ήταν πολύ δύσκολο έργο να το εκτελέσει κάποιος, πολὺ ἔργον ἂν εἴη διεξελθεῖν, σε Ξεν. κ.λπ.· οὐκ ἔργον θρηνεῖσθαι, δεν χρειάζεται, είναι ανώφελο να θρηνείτε, σε Σοφ. 2. ἔργα παρέχειν τινί, δίνω βάσανα σε κάποιον, σε Αριστοφ.· ἔργον ἔχειν, αναλαμβάνω έγνοιες, φροντίζω, σε Ξεν.