Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔραμαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔρᾰμαι, βʹ ενικ. ἔρασαι, Επικ. ἔρασσαι· βʹ πληθ. ἐράασθε (όπως ἀγάασθε)· γʹ ενικ. υποτ. ἔρηται, Δωρ. ἔρᾱται· ευκτ. ἐραίμην, παρατ. ἠράμην [ᾰ], μέλ. ἐρασθήσομαι, αόρ. αʹ ἠράσθην· επίσης, Μέσ. ἠρᾰσάμην, Επικ. γʹ ενικ. ἠράσσατο, ἐράσσατο· I. αγαπώ, είμαι ερωτευμένος με, αγαπώ σφόδρα, με γεν. προσ., σε Όμηρ., Ευρ. II. 1. λέγεται για πράγματα, αγαπώ με πάθος, λαχταρώ, επιθυμώ φλογερά κάτι, εποφθαλμιώ, επιθυμώ ζωηρά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ. 2. με απαρ., επιθυμώ διακαώς, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.