Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔποψ"

Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
ἔποψ, -οπος, , τσαλαπετεινός, Λατ. upupa, σε Αριστοφ.
ἐπ-οψίδιος, -ον (ὄψον), αυτός που τρώγεται ως προσφάι, λέγεται για τροφή με ψωμί, σε Ανθ.
ἐπόψιμος, -ον (ἐπόψομαι), ορατός, αυτός που μπορεί κάποιος να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ.
ἐπόψιος, -ον (ὄψις),· I. περίβλεπτος, ευδιάκριτος, ολοφάνερος, σε Σοφ. II. Ενεργ., αυτός που επιβλέπει τα πάντα, επόπτης, λέγεται για θεούς, στον ίδ.
ἔπ-οψις, -εως, , θέα, εικόνα, άποψη, προοπτική, ἐπ' ὅσον ἐπ. τοῦ ἱροῦ εἶχε, τόσο μακριά όσο έφθανε η θέα από τον ναό, σε Ηρόδ.· τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἔχειν, έχω εικόνα, βλέπω τη ναυμαχία, σε Θουκ.
ἐπόψομαι, μέλ. του ἐφοράω, χωρίς ενεστ. σε χρήση.