Αποτελέσματα για: "ἔποψ"
Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
-
ἔποψ, -οπος, ὁ, τσαλαπετεινός, Λατ. upupa, σε Αριστοφ.
-
ἐπ-οψίδιος, -ον (ὄψον), αυτός που τρώγεται ως προσφάι, λέγεται για τροφή με ψωμί, σε Ανθ.
-
ἐπόψιμος, -ον (ἐπόψομαι), ορατός, αυτός που μπορεί κάποιος να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ.
-
ἐπόψιος, -ον (ὄψις),· I. περίβλεπτος, ευδιάκριτος, ολοφάνερος, σε Σοφ. II. Ενεργ., αυτός που επιβλέπει τα πάντα, επόπτης, λέγεται για θεούς, στον ίδ.
-
ἔπ-οψις, -εως, ἡ, θέα, εικόνα, άποψη, προοπτική, ἐπ' ὅσον ἐπ. τοῦ ἱροῦ εἶχε, τόσο μακριά όσο έφθανε η θέα από τον ναό, σε Ηρόδ.· τὴν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἔχειν, έχω εικόνα, βλέπω τη ναυμαχία, σε Θουκ.
-
ἐπόψομαι, μέλ. του ἐφοράω, χωρίς ενεστ. σε χρήση.