Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔποικος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔπ-οικος, , I. αυτός που έχει εγκατασταθεί μεταξύ ξένων, άποικος, μετανάστης, αλλοεθνής, ξένος, σε Σοφ., Πλάτ. 2. αποικιστής, σε Αριστοφ., Θουκ. II. ως επίθ., γειτονικός, σε Αισχύλ.· απ' όπου, ως ουσ., γειτονικός, κοντινός, σε Σοφ.