Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔπηλυς"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἔπηλῠς, -ῠδος, , , ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον), I. φερμένος σε ένα μέρος, ἐπήλυδες αὖθις, που έρχονται πίσω σε μένα, σε Σοφ. II. νεοεισερχόμενος, ξένος, αλλοδαπός, Λατ. advena, αντίθ. προς το αὐτόχθων, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
ἐπηλῠσίη, (ἐπήλυθον), κατακυρίευση, κατάληψη από μάγια ή ξόρκια, μαγεία, γοητεία, σαγήνη, σε Ομηρ. Ύμν.
ἐπήλῠσις, -εως, (ἔπηλυς), πλησίασμα, προσέγγιση, έφοδος, σε Ανθ.