LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔπηλυς"
- ἔπηλῠς, -ῠδος, ὁ, ἡ, ἔπηλυ, τό, (ἐπήλυθον), I. φερμένος σε ένα μέρος, ἐπήλυδες αὖθις, που έρχονται πίσω σε μένα, σε Σοφ. II. νεοεισερχόμενος, ξένος, αλλοδαπός, Λατ. advena, αντίθ. προς το αὐτόχθων, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
- ἐπηλῠσίη, ἡ (ἐπήλυθον), κατακυρίευση, κατάληψη από μάγια ή ξόρκια, μαγεία, γοητεία, σαγήνη, σε Ομηρ. Ύμν.
- ἐπήλῠσις, -εως, ἡ (ἔπηλυς), πλησίασμα, προσέγγιση, έφοδος, σε Ανθ.

