Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔπαλξις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔπαλξις, -εως, (ἐπαλέξω), μέσο άμυνας· 1. στον πληθ., επάλξεις, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., αμυντικό τείχος με πολεμίστρες, προμαχώνας, παραπέτασμα, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. 2. γενικά, υπεράσπιση, προστασία, σε Αισχύλ., Ευρ.