Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔξω"

Βρέθηκαν 19 λήμματα [1 - 19]
ἔξω, επίρρ. της προθ. ἐξ, όπως το εἴσω της εἰς· I. λέγεται για τόπο· 1. με ρήματα κίνησης, έξω, ἔξω ἰών, σε Ομήρ. Οδ.· χωρεῖν ἔξω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., έξω από, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον, έξω από τον Ελλήσποντο, σε Ηρόδ. 2. χωρίς σημασία κίνησης, όπως το ἐκτός, έξω, χωρίς, δίχως, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ ἔξω, το εξωτερικό μέρος, σε Θουκ.· τὰ ἔξω, πράγματα εκτός των τειχών, στον ίδ.· τὰ ἔξω πράγματα, ξένες υποθέσεις, στον ίδ.· οἱ ἔξω, αυτοί που βρίσκονται εκτός, στον ίδ. (στην Κ.Δ. οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες)· — ἡ ἔξω θάλασσα, ο Ατλαντικός Ωκεανός, αντίθ. προς το ἡ ἐντὸς (η Μεσόγειος θάλασσα), σε Ηρόδ.· με γεν., οἱ ἔξω γένους, σε Σοφ.· ἔξω τοξεύματος, ἔξω βελῶν, εκτός πεδίου βολής, σε Θουκ., Ξεν.· ἔξω τινὸς εἶναι, μην έχοντας καμία σχέση με αυτό, σε Θουκ.· ἔξωτοῦ φρονεῖν, έξω από τη λογική, σε Ευρ.· παροιμ., ἔξω τοῦ πηλοῦ αἴρειν πόδα, το να κρατιέται κάποιος σε απόσταση, μακριά από τις δυσκολίες, σε Αισχύλ.· πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν, στον ίδ. II. λέγεται για χρόνο, μετά, πέρα από, ἔξω μέσου ἡμέρας, σε Ξεν. III. εκτός, πλην, με εξαίρεση, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.
ἕξω, μέλ. του ἔχω.
ἔξωθεν, επίρρ. (ἔξω), I. απ' έξω, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.· με γεν., ἔξ. δόμων, έξω από το σπίτι, σε Ευρ. II. = ἔξω, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· οἱ ἔξωθεν, οι ξένοι, σε Ηρόδ.· τὰ ἔξωθεν, υποθέσεις, γεγονότα εκτός σπιτιού, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., χωρίς, ελεύθερος από, σε Σοφ., Ευρ.
ἐξ-ωθέω, μέλ. -ωθήσω και -ώσω, αόρ. αʹ ἐξέωσα· I. 1. ωθώ, εκδιώκω κάτι έξω, σπρώχνω κάποιον έξω δια της βίας, διώχνω, σε Ομήρ. Ιλ.· εκδιώκω, αποβάλλω, εξορίζω, σε Σοφ.· σπρώχνω κάτι απότομα, στον ίδ., σε Θουκ.Παθ., ἐξωθέεσθαι ἐκ τῆς χώρης, σε Ηρόδ.· πατρίδας ἐξωθούμενος, σε Σοφ. 2. ἐξ. γλώσσας ὀδύναν, χρησιμοποιώ πικρά λόγια, ξεσπώ με σκληρές κουβέντες, στον ίδ. II. διώχνω, εκβάλλω, εξάγω, βγάζω από τη θάλασσα, οδηγώ στη στεριά, Λατ. ejicere, σε Θουκ.· μεταφ., ἐξωσθῆναι ἐς χειμῶνα, στον ίδ.
ἐξώλεια, , ολοκληρωτική καταστροφή, πανωλεθρία, κατ' ἐξωλείας ὀμόσαι, ορκίζομαι εκστομίζοντας θανατηφόρες κατάρες, σε Δημ.· ἐπαρᾶσθαι ἐξώλειαν αὑτῷ, στον ίδ.
ἐξώλης, -ες (ἐξόλλυμι), αυτός που έχει καταστραφεί εντελώς, σε Ηρόδ., Δημ.· λέγεται σε κατάρες, ἐξ. απόλοιο, σε Αριστοφ.· πρβλ. προώλης.
ἐξ-ωμίας, -ου, (ὦμος), αυτός που έχει γυμνά μπράτσα μέχρι τους ώμους, σε Λουκ.
ἐξωμιδο-ποιΐα, (ποιέω), η τέχνη της κατασκευής ἐξωμίδων, σε Ξεν.
ἐξ-ωμίς, -ίδος, (ὦμος), ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια, το οποίο αφήνει και τους δύο ώμους γυμνούς ή έχει ένα μανίκι, που αφήνει γυμνό μόνο τον έναν ώμο, σε Αριστοφ., Ξεν.
ἐξωμοσία, (ἐξόμνυμι), I. ένορκη διαβεβαίωση ότι κάποιος δεν γνωρίζει οποιαδήποτε πληροφορία για κάτι, σε Αριστοφ., Δημ. II. ένορκη άρνηση αξιώματος, σε περίπτωση ασθένειας, στον ίδ.
ἐξ-ωνέομαι, μέλ. -ήσομαι, αποθ., εξαγοράζω, απολυτρώνω· γενικά, αγοράζω, σε Ηρόδ., Αισχίν.
ἐξ-ῳνωμένος, Παθ. μτχ. παρακ. του ἐξοινόω.
ἐξ-ώπιος, -ον (ὤψ), αθέατος, άφαντος, με γεν., σε Ευρ.
ἐξ-ωριάζω (ὥρα), λησμονώ, ξεχνώ, παραλείπω, σε Αισχύλ.
ἔξ-ωρος, -ον, (ὥρα), παράκαιρος, ανεπίκαιρος, πρόωρος, εκτός εποχής, ακατάλληλος, σε Σοφ.· αυτός που απομακρύνεται από την υπηρεσία του λόγω ορίου ηλικίας, σε Αισχίν.
ἐξῶσαι, απαρ. αορ. αʹ του ἐξωθέω.
ἐξώστης, -ου, (ἐξωθέω), αυτός που σπρώχνει προς τα έξω, σε Ευρ.· ἐξ. ἄνεμοι, σφοδροί, ορμητικοί άνεμοι που σπρώχνουν τα πλοία στην ξηρά, σε Ηρόδ.
ἐξωτάτω, επίρρ., υπερθ. του ἔξω, πάρα πολύ έξω, πολύ απομακρυσμένα, όσο πιο μακριά, σε Πλάτ.
ἐξωτέρω, επίρρ., συγκρ. του ἔξω, πιο έξω, περισσότερο έξω, με γεν., σε Αισχύλ.· από όπου επίθ., ἐξώτερος, εξωτερικός, σε Κ.Δ.