LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔξαρνος"
- ἔξ-αρνος, -ον (ἀρνέομαι), αυτός που αρνείται· ἔξαρνός εἰμι ή γίγνομαι = ἐξαρνέομαι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ακολουθ. από μὴ και απαρ., ἔξ. ἦν μὴ ἀποκτεῖναι, αρνήθηκε ότι είχε σκοτώσει, σε Ηρόδ. κ.λπ.