Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔντερον"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἔντερον, τό (ἐντός), έντερο, ἔντερον οἰός, χορδή τόξου από έντερο προβάτου, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως στον πληθ., ἔντερα, έντερα, εντόσθια, σπλάχνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
ἐντερόνεια, , ξυλεία πλοίου, τροφή, σε Αριστοφ.