LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔντερον"
- ἔντερον, τό (ἐντός), έντερο, ἔντερον οἰός, χορδή τόξου από έντερο προβάτου, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως στον πληθ., ἔντερα, έντερα, εντόσθια, σπλάχνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
- ἐντερόνεια, ἡ, ξυλεία πλοίου, τροφή, σε Αριστοφ.