Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔνερθε"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔνερθε, πριν από φωνήεν -θεν, ποιητ. επίσης -νέρθε, -θεν (από το ἐν, ἔνερ-οι, πρβλ. ὑπέρ, ὕπερθεI. 1. επίρρ., από κάτω, κάτωθεν, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Ευρ. 2. χωρίς σημασία κίνησης, από κάτω, κάτω, σε Όμηρ.· οἱ ἔνερθε θεοί, οι θεοί του Κάτω Κόσμου, Λατ. dii inferi, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. ως πρόθ. με γεν., από κάτω, κάτω από, σε Όμηρ., Τραγ. 2. υποκείμενος σε, αυτός που βρίσκεται κάτω από την εξουσία κάποιου, σε Σοφ.