Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔμμισθος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔμ-μισθος, -ον (ἐν), αυτός που πληρώνεται, που παίρνει μισθό, μισθωτός, σε Θουκ.